Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Κορυτσά και Μοσχόπολη το 1913

Τι γράφει ο «Τουριστικός  Οδηγός» της εποχής. 
του Νίκου Υφαντή
 
Στον «Oδηγό της Νέας Ελλάδος» (Μπαίδεκερ) υπό Τρύφωνος Ευαγγελίδη, που εκδόθηκε το 1913 (Εν Αθήναις, τύποις Δ. Γ. Ευστρατίου και Δ. Δελή – Πραξιτέλους 8) περιλαμβάνεται και η Κορυτσά, απελευθερωθείσα Ηπειρωτική πόλη, με πολυπληθή ελληνικό πληθυσμό και ακμάζοντα πολιτισμό, η οποία, δυστυχώς, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την διανομή των «ιματίων» της, μετά δηλ. τους Βαλκανικούς πολέμους, με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων, η Κορυτσά, όπως και το υπόλοιπο Βόρειο Τμήμα της Ηπείρου, παραχωρήθηκε στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Ευαγγελίδης αναφέρει όσα πρέπει να γνωρίζουν οι επισκέπτες – περιηγητές επισκεπτόμενοι την Κορυτσά. Γράφει για τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα ζαχαροπλαστεία, τα φαρμακεία και λοιπά καταστήματα, που ήταν όλα ελληνικά.
Γράφει σχετικά: «Ξενοδοχεία: «Μοναστήριον» αδελφών Τσίγκου μεθ’ εστιατορίου, «Κωνσταντινούπολις» Δ. Δημέλη – Εστιατόρια: Β. Ηλιού, Μ. Πάντου – Ζαχαροπλαστεία: αδελφών Βίκα Α. και Γ. και Χ. Μιχαήλ, Ε. Γκίκα, Χ. Λιμπώνια – Ζύθος παρά Κ. Σκένδερη – Ιατροί: Α. Βαλαούρης, Σ. Βιλβίλης, Χ. Δάρδας, Δ. Παπαδόπουλος, Α. Χριστοδούλου, Χ. Ζωγράφος και Χ. Κοντούλιας – Οδοντοϊατρός – Φαρμακεία: Ι. Παπαγιάννη, Γ. Σκάλλη, Π. Φύλλα. Φωτογραφεία: Π. Δημητριάδου, Α. Νικολακοπούλου, Χ. Σούλου – Κουρεία: Δ. Βόρια, Γ. Λετιμπέλου – Καφεία: Γ. Αντωνίου, Χ. Γερμενλή – Καπνοπωλεία: Κ. Αδέζα, Κ. Σκένδερη, Λ. Κονταξή».
Αφού μιλάει διεξοδικά για τη γεωγραφική θέση της Κορυτσάς, για τα βουνά, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις πεδιάδες, σημειώνει: «Έχει 22.000 κατοίκων, ων οι 16.000 Έλληνες, οι δ’ άλλοι Αλβανοί και Τούρκοι και Αθίγγανοι καλούντες αυτήν Γκιορδζά και διατηρούντες διά της προπαγάνδας, σχολεία στοιχειώδη, εν ω ημείς διατηρούντες από του 1817, ειμή πρότερον, (Μ. Παρανίκας Σχεδίασμα σ. 79) προς τω Γυμνασίω, πλείστα Ελληνικά Σχολεία Αρρένων και Θηλέων».
Η πόλη είναι του Μητροπολίτη Κορυτσάς, ο οποίος, πριν καταργηθεί η Αρχιεπισκοπή της πρώτης Ιουστινιανής το 1767, είχε και τη φήμη Κορυτσάς και Σελασφόρου. Μετά υπήχθη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πολλοί κάτοικοι της Κορυτσάς αποδημούν στο εξωτερικό, επιστρέφουν και ανεγείρουν λαμπρά οικοδομήματα. Η πόλη έχει «ζωηρόν εμπόριον και βιομηχανίαν εντοπίων υφασμάτων».
Ο Τρύφων Ευαγγελίδης μέτρησε 4 ναούς, λαμπρό μητροπολιτικό ίδρυμα, δημόσια καταστήματα, ωρολόι της πόλης, 2 τεμένη, λουτρά, δημαρχιακό κατάστημα και στρατώνα.
Αναφέρει επίσης τα εξής χωριά γύρω από την Κορυτσά: Μπόρια (Εμπορία) (με ανθρακωρυχεία), Σιάπκα ή Σίπτικη (Ιππιοχία) και Μοσχόπολη, Ζβέσδα (Σελασφόρος), Βιθικούκι, Βοβοστίτσα και Πλιάσα (Πήλιον - Ιστορικό από τα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου 336-4 π.Χ.). Τα χωριά αυτά μετά την Επανάσταση του 1770 έπαθαν πολλά από τους Τουρκαλβανούς και δεν μπόρεσαν να ανακάμψουν από την καταστροφή.
Ο Τρ. Ευαγγελίδης προτρέπει τους επισκέπτες μετά την Κορυτσά να επισκεφτούν την Μοσχόπολη, η οποία απέχει τρεις ώρες από την Κορυτσά και υπήρξε πνευματική όαση «κατά τα δυσπροπέλαστα ταύτα μέρη της Μακεδονίας» πριν από την καταστροφή της από τους Τουρκαλβανούς.
Γράφει σχετικά: «Η πόλις αύτη το πρώτον Βοσκόπολις (Τουρκιστί Τομόρδζα) καλουμένη φαίνεται ότι ιδρύθη, ως μεν εν τω κώδικι της Μονής Προδρόμου λέγεται τω 1330 υπό βοσκών εκ των πέριξ συμπηξάντων τας καλύβας αυτών εις πόλιν, αλλ’ ως ο περί αυτής εξ αυτοψίας γράψας γραμματεύς του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και ιεροδιάκονος της Ε’ Μεραρχίας της καταλαβούσης την Δυτικήν Μακεδονίαν κ. Δ. Καλλίμαχος, θεωρεί ότι η πόλις εκτίσθη κατά τον ΙΕ’ αιώνα επί οροπεδίου της οροσειράς Όπαρης εις ύψος 1.200 μ. Συν τω χρόνω ευδοκιμών ο συνοικισμός ούτος έφθασεν εις το άκρον της ακμής του κατά τα τέλη του ΙΖ’ αιώνος, εξαπλωθείς επί επτά λόφων, εφ ων εισέτι σώζονται τα ερείπια της υπό των Αλβανών καταστροφής».
Για πρώτη φορά ονομάστηκε Μοσχόπολη ίσως το 1610 από τους Πατριάρχες Ιεροσολύμων, οι οποίοι διεπίστωσαν ότι τα ελέη που προσέφερε η Βοσκόπολη ήταν περισσότερα και από εκείνα που πρόσφεραν πολύ μεγάλες πόλεις.
Για το λόγο αυτό την ονόμασαν Μοσχόπολη. Οι Μοσχοπολίτες κατέστησαν σπουδαία την πατρίδα τους.
Το 1750 είχε περίπου 60.000 ψυχές, εκλεκτά σχολεία, όπως η Νέα Ακαδημία, τυπογραφείο, στο οποίο τυπώθηκαν αρκετά βιβλία, συντεχνίες, κανονισμό της κοινότητας, ιδιωτικές και κοινοτικές οικοδομές και πολλά άλλα.
Όλα αυτά τα κατάστρεψαν το 1769 οι Τουρκαλβανοί. Οι Μοσχοπολίτες μετά την καταστροφή σκορπίστηκαν στις γειτονικές πόλεις και πολλοί μετανάστευσαν στο εξωτερικό.
Εκεί εμπορεύονταν και πλούτισαν, όπως ο Σίνας και ο Σμολένσκης. «Σήμερον Μοσχόπολις αποτελεί μικρόν χωρίο (κ. 2.000). Είναι δε πατρίς του εθνικού ευεργέτου βαρώνου Σίμωνος Σίνα και του στρατηγού Κωνσταντίνου Σμολένσκη».
Πηγή: Πρωινός Λόγος

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου