Διηγήματα του Θωμά Στεργιόπουλου από την περίοδο του κομουνισμού στην Αλβανία
Την Παρασκευή 17 – 12 – 2010, στις 6.00 μ.μ. στην αίθουσα της Πανηπειρωτικής Αθηνών, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου του Βορειοηπειρώτη συγγραφέα ΘΩΜΑ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΤΑΜΠΑΝΗ» από τις εκδόσεις ‘ΡΟΕΣ’. Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην Βόρειο Ήπειρο, στα δύσκολα χρόνια του ‘κομμουνιστικού παραδείσου’ του Χότζα.
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, στην πλειοψηφία τους Έλληνες αγρότες και γενικά άνθρωποι του μόχθου, που μπήκαν στο στόχαστρο των Αλβανικών αρχών, αλλά ουδέποτε έχασαν το θάρρος τους και το κουράγιο τους και προπάντων την Ελληνική τους συνείδηση.
Ο εξαίρετος ηθοποιός κ. Κώστας Καστανάς διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο στην αρχή και το τέλος της εκδήλωσης, κεντρική παρουσιάστρια της οποίας ήταν η κ. Παυλίνα Παμπούδη.
Για το βιβλίο μίλησαν οι κ.κ.
Παύλος Κάγιος, δημοσιογράφος, συγγραφέας
Τηλέμαχος Κώτσιας, συγγραφέας
Σωτήρης Δημητρίου, συγγραφέας
Θώμάς Στεργιόπουλος, συγγραφέας του βιβλίου
ο οποίος ευχαρίστησε τον κοινό για την παρουσία του και τους ανθρώπους που τον ενεθάρρυναν και τον βοήθησαν στην συγγραφή του βιβλίου, καθώς και στους συμπαρουσιαστές του. Έκανε αναφορά ευγνωμοσύνης σε έναν δολοφονημένο Β.Η./τη, τον δάσκαλο Ευάγγελο Βασιλείου , ο οποίος πλήρωσε με την ζωή του την ποιητική του ψυχή και , πάνω από όλα, τον Ελληνισμό του.
Την εκδήλωση έκλεισε ο ηθοποιός ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΣΤΑΝΑΣ, ο οποίος διάβασε με μοναδικό τρόπο, ένα διήγημα από το υπό παρουσίαση βιβλίο. Σας το παραθέτουμε ατόφιο, γιατί κρίνουμε ότι η γλυκύτητα και η τρυφερότητα που πηγάζει από αυτό, συνάδει απόλυτα με το πνεύμα των ημερών. ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΟ.
Τ Ο Μ Ο Υ Λ Α Ρ Ι
Ήτανε τόσο μικρό, όταν το έφερε στο σπίτι ο πατέρας, που η γιαγιά του έφερνε να πιει νερό στην κούπα. Και άλλοτε γέμιζε τις χούφτες ψωμί, και το τάιζε. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια πατώντας με τα αργυρά νύχια του και στεκόταν κοντά στην πόρτα, έτοιμο να μπει μέσα και να παίξει μαζί μας.
Από την πρώτη ημέρα ακολουθούσε το γέρικο άλογο, τον Μπάλη, λες και ήτανε μάνα του. Και πόσο ήθελε να παίξει μαζί του!!! Την μια του έβγαινε μπροστά, την άλλη τριβόταν χαδιάρικα στα πλευρά του, χωνόταν κάτω από την κοιλιά του, και άλλοτε καμαρωτό ακολουθούσε τον αργό κουρασμένο ρυθμό του. Το άλογο το ανεχόταν χωρίς να αγριεύει, φρούμαζε κάπου – κάπου, έκανε τάχα πως το δάγκωνε, δοκίμαζε να το σπρώξει με το κεφάλι του, σήκωνε και κάποιο από τα πισινά του πόδια να το φοβίσει, όταν του’βγαινε μπροστά, στο τέλος αφέθηκε στα νάζια και στα καμώματά του, όπως ένας παππούς στα παιχνίδια και στα πειράγματα ενός παιδιού. Έτσι, πέρασαν μαζί ένα χρόνο.
Ύστερα το άλογο άρχισε να αδυνατίζει, μάδησε το μουντοκόκκινο τρίχωμά του, τα πλευρά του διαγράφονταν σαν τόξα και τα μεγάλα γαλάζια του μάτια πήραν να θαμπώνουν, σαν τα μάτια των τυφλών. «Γέρασε το καημένο», αναστέναξε η γιαγιά, όταν το είδε ένα μεσημέρι να μπαίνει στην αυλή αγκομαχώντας, και είχε στο σαμάρι του μόνο δέκα κιλά φορτίο. Ο Μπάλης, που έφθανε στο σπίτι ανεβαίνοντας την ανηφόρα φορτωμένος ως τα αυτιά με ένα ανηφορικό περπάτημα, αφήνοντας τον πατέρα 30 μέτρα πίσω. Στεκόταν καταμεσής της αυλής, στάζοντας ιδρώτα σαν ένας αγρότης. που ερχόταν από τον κάμπο με τα καλαμπόκια και τα σταφύλια. Ποτέ δεν έφθασε στην αυλή μας με άδειο σαμάρι. Περισσότερο από όλους το αγκομαχητό του γερασμένου αλόγου.πίκρανε τον πατέρα μου. Από την ημέρα εκείνη του έβγαλε το σαμάρι και δεν του το ξανάβαλε ποτέ πια. «Καιρός να ξεκουραστεί», είπε, και το πρόσωπό του έκανε έναν μορφασμό πόνου.
Πέρασαν κάνα-δύο μήνες και ένα πρωί ο πατέρας έφερε το άλογο στον κήπο. Δεν του έκανε η καρδιά του να το αφήσει πέρα στην βουνοπλαγιά, καθώς έβλεπε να πλησιάζει το τέλος του. Ύστερα, εκείνο το αγέρωχο ζώο, που είχε σηκώσει στις πλάτες του το σπιτικό μας με τα 7 παιδιά, ο καλύτερος φίλος του πατέρα μας στις χαρές και στις αναποδιές της ζωής, δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιο. Το βρήκαμε μια μέρα να κάθεται καταγής και ξαφνικά ήρθε στην θύμησή μου η μοναδική φορά που το είδα χάμω. Ήτανε τότε που γλίστρησε και σωριάστηκε, φορτωμένο 100 οκάδες καλαμπόκι, όπως ανέβαινε τον παλιόδρομο στην ανηφόρα. Αλαφιασμένο, προσπαθούσε να στυλώσει τα ποδάρια του, που γλιστρούσαν πάνω στην βρεμένη πέτρα. Ήμουνα μονάχος, τρόμαξα που το είδα χάμω, ξέσπασα στο κλάμα. Το άλογο έμοιαζε σαν να τσακίστηκε, τα πέταλά του έγδερναν την πέτρα, φούρμαζε κοιτάζοντας τριγύρω του και προσπαθούσε να σηκωθεί και εκείνη η προσπάθεια δεν κράτησε παρά μόνο 3 – 4 λεπτά. Ύστερα, έδωσε μία και το παλικαρίσιο κορμί του βρέθηκε ξαφνικά πάνω από το κεφάλι του. Είδα τα γεροδεμένα πόδια του να στυλώνονται όρθια και να τραβάνε την ανηφόρα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Όμως, όσες φορές περνούσα από εκεί, μου φαινόταν πως έβλεπα πάντα τα σημάδια από τον Μπάλη με το βαρύ φορτίο στις πέτρες. Ενώ τώρα, ο Μπάλης καθόταν κατά γης υποταγμένος. Πλησιάζαμε και δεν έκανε καμία προσπάθεια να σηκωθεί, μας κοιτούσε κατάματα, σαν να είχε επάνω του ένα εξουθενωτικό φορτίο που είχε σπάσει την ραχοκοκαλιά του. Ο πατέρας, όταν τον είδε έτσι χάμω βούρκωσαν τα μάτια του. Έκοψε μια χούφτα χορτάρι και του το ‘ βαλε μπροστά στο στόμα. Ο Μπάλης, που φορτωμένος ως τα αυτιά έκοβε φούντες χόρτου, χραπ χρουπ, δεξιά και αριστερά, όταν περνούσαμε μεσόστρατα, λαίμαργος και βιαστικός, δεν άνοιξε το στόμα του. Τα μάτια του είχανε γίνει σαν νοτισμένα τζάμια, ενώ από το κάτω χείλος του έσταζε ένας αφρός σαν φαρμάκι. Δίπλα του είχε καθίσει το μουλάρι. Ποιος ξέρει τι λέγανε τα μάτια τους, τι καημούς του ομολογούσε το γέρικο άλογο, Μόλις όμως μας είδε το μουλάρι έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε όρθιο και αυτό έκανε τον πόνο μας για το γέρικο άλογο πιο μεγάλο. Ήταν σαν να χώριζαν για πάντα οι ζωές τους, το ένα προς το χώμα και το άλλο προς τους δρόμους, την ζωή, τον αγέρα, τα λιβάδια. Ένα πρωί είδαμε τον πατέρα να επιστρέφει από τον κήπο, κουβαλώντας στην πλάτη κασμά και φτυάρι. Δεν μπήκε στο σπίτι, κάθισε στα σκαλιά σαν να είχε σκάψει ολημερίς, Άναψε τσιγάρο και κάπνιζε σιωπηλός.
Το μουλάρι έμεινε μόνο του. Γύριζε όλη μέρα, αλαφιασμένο μέσα στον κήπο, έψαχνε, είχε αγριέψει ξαφνικά, από την μοναξιά και την απουσία του Μπάλη. Ο πατέρας φοβήθηκε μήπως πηδήσει τον φράκτη και πάρει τους δρόμους. Δειλά - δειλά, του πέρασε καπίστρι. Εκείνο δεν ήθελε με τίποτα. Τίναζε το κεφαλάκι του, δάγκωνε το κατωχείλι του, κλωτσούσε τον αγέρα. Όπου και αν πήγαινε, το’ παίρνε μαζί του, στα χωράφια, στην στάνη, στο ποτάμι, στον λόφο, στο μεσοχώρι. Το τι τραβούσε στις αρχές δεν λέγεται. Εκεί που τον ακολουθούσε κανονικά, ξαφνικά στύλωνε τα ποδάρια του σαν να αντίκριζε μπροστά του γκρεμό. Μάταιο να το φοβερίσει, μπουκιά δεν ήθελε να βάλει. Αυτό το μουλαρίσιο πείσμα του το ήξερε καλά ο πατέρας μου, γι’αυτό ποτέ δεν το χτύπησε, ούτε το αγρίεψε. Πάντα με το μαλακό, το αγκάλιαζε το κεφαλάκι του, χάιδευε την ραχοκοκαλιά του, του΄λεγε γλυκόλογα. Εκείνο ξαφνικά τον ακολουθούσε σαν μανάρι. Περνούσε ο καιρός, και το κορμί του στρογγύλευε, το στήθος του μέστωνε, γέμιζαν τα καπούλια του, οι καμπύλες του διαγράφονταν καθαρά, τα αδειανά του ποδάρια γιγάντωναν και μόνο το κεφάλι του έμεινε μικρό, σαν να ήτανε ανθρώπινο. Μπορούσες να το αγκαλιάσεις, να το φιλήσεις στο κούτελο και αυτό να τρίβεται πάνω σου και από τα ρουθούνια του να αισθάνεσαι την ζεστή ανάσα του. Έσκυβε το κεφάλι του στην αγκαλιά μου, χάιδευα το στιλπνό κορμί του και ονειρευόμουν την μέρα που θα βρεθώ πάνω του, πιασμένος στην χαίτη του να καλπάζουμε στα λιβάδια και στις πλαγιές, να περνάω καβαλάρης στην γειτονιά, να με δουν τα κορίτσια. Ο πατέρας με μάλωνε και έλεγε πως η κομποραχιά του ήταν ακόμα τρυφερή, όμως εγώ δεν ξεκολλούσα από πάνω του. Τι μέθη ήταν εκείνη όταν άρχισε και έφευγε, όταν έβλεπα τα δέντρα να περνάνε και τον αγέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Δεν χρειαζόταν καν να το βιτσίσω. Μόλις με ένοιωθε επάνω του, με ένα ελαφρό σκούντημα των ποδιών, ορμούσε μπροστά, λες και είχαμε κάνει μία κρυφή συμφωνία Έπαιζε και εκείνο, ένα παιδί ήταν, όπως και εγώ. Όμως, οι φίλοι μου στην γειτονία με τα βαριά και κουρασμένα άλογα, που μαζί πηγαίναμε να τα ποτίσουμε και να τα αφήσουμε στην βοσκή, με ζήλευαν και μια μέρα, όταν γυρνούσα καβάλα στο πλάι από την ποταμιά, πετάχτηκαν ξαφνικά μέσα από τις κουνουπίτσες που ήτανε κρυμμένοι και τρόμαξαν το μουλάρι. Στο ξάφνιασμα, ανασκίρτησε και με πέταξε κατά γης, μέσα στην γκρίζα σκόνη και τα χαλίκια. Λιποθύμησα, αλλά έγιναν όλα τόσο ξαφνικά που δεν κατάλαβα τίποτα Όταν συνήλθα, είδα το μικρό του κεφάλι από πάνω μου να φουρμάζει και να κοιτάζει αλαφιασμένο, τα ρουθούνια του ζεστά, πυρωμένα, οσμίζονταν το κορμί μου και το ιδρωμένο τρίχωμά του ριγούσε, σαν να κρύωνε. Σηκώθηκα μέσα από την σκόνη με το χέρι βγαλμένο και γύρισα κουτσαίνοντας στο σπίτι. Έκανα πάνω από δύο μήνες να το καβαλικεύσω. Τα παιδιά είχαν πάρει εκδίκηση. Με έβλεπαν που περπατούσα κρατώντας στο χέρι το καπίστρι, με το μουλάρι να με ακολουθεί και χαίρονταν, ενώ εγώ έκλαιγα από μέσα μου. Ήτανε άνοιξη Την ημέρα που έβγαζα την κόντρα από το χέρι, το καβαλίκεψα και αρχίσαμε να περνάμε καβάλα στα λιβάδια, στον κάμπο, στις γειτονιές, ένοιωσα πάλι τις μυρουδιές και τον αέρα στα ρουθούνια και στο κορμί μου. Ήταν η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου.
Κανείς δεν έμαθε πως έγινε το κακό. Όλοι ακούσανε τα λόγια του πατέρα και βουβαθήκαμε. Το μουλάρι είναι άρρωστο. Δεν βοσκούσε, δεν έπινε τα μπουζά που του έφερνε η γιαγιά, και το πιο πικρό, βογκούσε και αναστέναζε όλη την νύχτα σαν άνθρωπος έξω στην αυλή και κρύωνε. Πρώτη φορά που βλέπαμε το τρίχωμά του να ανασηκώνεται, ανατριχίλα περνούσε το κορμί μου. Εμείς τα παιδιά ξεσπάσαμε σε κλάματα, κανείς δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Όλοι ξενυχτούσαμε τριγύρω του. Ο πατέρας του έριξε ένα σάρισμα επάνω του και η γιαγιά μάταια προσπαθούσε να το κάνει να φάει. Εκείνο μόνο βογκούσε. Το χαϊδεύαμε, το αγκαλιάζαμε, το φιλούσαμε και τα καστανόχρωμα μάτια του δάκρυζαν. Έτσι πέρασαν τρία μερόνυχτα. Την τρίτη μέρα, το είδαμε και τρομάξαμε, θυμηθήκαμε το άλογό μας, τον Μπάλη και φοβηθήκαμε ότι θα το χάναμε. Λέγανε πως είχε βγάλει το κακό το σπυρί, άλλοι πως είχε φάει φιδόχορτο, η γιαγιά όμως δεν πίστευε τίποτα από αυτά. «Το μάτιασε ο Γιάννης Ιορδάνης, μην το συζητάτε αυτό. Αυτός ρίχνει δέντρο. Στο είπα Σταύρο, μην κατέβεις καβάλα μπροστά από το σπίτι του, θα το χάσουμε.». Ύστερα έριξε τα κάρβουνα στο ζεστό νερό και η προφητεία της επιβεβαιώθηκε. Τα χαράματα [το μουλάρι] έβγαλε ένα κιτρινοπράσινο υγρό σαν χολή και έκανε μία προσπάθεια για να σηκωθεί. Δυσκολεύτηκε, όμως τα κατάφερε. Γέμισε η γιαγιά μία κούπα με μπουζά και πλησίασε καλώντας το. «Πίνει, πίνει», ακούστηκε μία φωνή στη αυλή και εμείς τα παιδιά τρέξαμε όλα να δούμε το θαύμα. Το τι χαρά νοιώσαμε, όταν το είδαμε!! Από εκείνη την μέρα ο πατέρας δεν ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι του Γιάννη Ιορδάνη καβάλα.
Δεν πρόλαβε να το χαρεί. Δύο χρόνια μετά το σαμάρωμα, τότε που το φόρτωνε με δύο σακιά και το μουλάρι τραβούσε την ανηφόρα και ο πατέρας μου καυχιόταν ότι θα το ξεπεράσει και τον Μπάλη, τότε, βγήκε το φιρμάνι. Μάζευαν όλα τα ζωντανά από τα χωριά, πρόβατα, γίδια, άλογα, μουλάρια. Ο πατέρας πειράχθηκε «Εγώ τι, αν τους βαστάει ας έρθουνε να το πάρουν». «Καλά τα γίδια και τα πρόβατα, το μουλάρι τι να το κάνεις?» ρωτούσε πικραμένη η μάνα. «Θα το κρύψω στον δρόμο, θα το πάω σε ένα φίλο, στην Δίβρη», «Ζουρλάθηκες? Κρύβεται το μουλάρι? Τι είναι, μελίσσι να το κρύψεις, όπως ο Αντώνης Μάρκος, στο κατώι? Στη Δίβρη δεν τα μαζεύουνε?», «Θα του βγάλω το καπίστρι και θα το αφήσω να κάνει πέρα. Καλύτερα να χαθεί, παρά να το δώσω τζάμπα. Αυτό το ζώο το έχω σαν τα παιδιά μου, το κουνάρηζα με τα χέρια μου, δε μου κάνει καρδιά να το δώσω».
Μια μέρα ο πατέρας δεν γύρισε σπίτι. Ανέβηκε στον Μαρκάτι, στον φίλο του τον Ομέρ, που είχε και εκείνος μουλάρι. Επέστρεψε με την καρδιά κάπως πιο ζεστή. «Θα το δώσω στο Μαρκάτι, εκεί είναι βουνίσια χωριά, χρειάζονται μουλάρια, λέει και τους έχω δει στον μύλο της Μάρνας, αυτοί ξέρουν από μουλάρια, είναι μερακλήδες, δεν τα παιδεύουν». Το΄δωσε, αλλά δεν του έκανε καρδιά να το αποχωρισθεί. Τρεις ώρες μίλαγε με τον Ομέρ «Μην το βαρυφορτώσεις, να μην του βγάλεις το σαμάρι αμέσως μετά το φόρτωμα, να το φέρεις στην Γκράβα, στον σιδερά, να το καλιγώσει, δεν σηκώνει βίτσα, με ένα ‘ντε’ και πάει μόνο του. Και μην το βαρυφορτώνετε, θα τσακισθεί στην κατηφόρα». «Έλα βρε Σταύρο, μην κάνεις έτσι. Διακόσια μουλάρια έχω στον συνεταιρισμό, δεν είμαστε πρωτάρηδες. Θα το φροντίσω, το ίδιο με το δικό μου», τον παρηγορούσε ο Ομέρ. Ήλθαν να του δώσουν λεφτά «Δεν τα θέλω, μόνο να το προσέχετε», έλεγε. Το βράδυ γύρισε συντετριμμένος στο σπίτι, και κάθε μέρα να κατεβαίνει στον μύλο της Μάρνας, να δει τους Μαρκατιώτες, να ρωτήσει για το μουλάρι. Όλοι του λέγανε ότι είναι μία χαρά, αυτός όμως δεν το πίστευε. Πότε με το ένα πρόσχημα, πότε με το άλλο, ανέβαινε στο Μαρκάτι. Όταν επέστρεφε ήτανε βαρύς και αμίλητος, όμως σε κανέναν δεν έλεγε κουβέντα.
Ύστερα άρχισαν τα πρωτοβρόχια, μπήκε το φθινόπωρο και μια χαραυγή, ακούσαμε βαριές πατημασιές στην αυλή. Το σκυλί γάβγισε για λίγο και ξαφνικά σταμάτησε. Ήταν ένας παράξενος θόρυβος σαν να χτυπούσε κάποιος ρυθμικά τις πλάκες. Ξαφνιαστήκαμε, η χειμωνιάτικη νύχτα κρατούσε ακόμη και οι σκιές των δέντρων στην αυλή δημιουργούσαν παράξενα σχήματα. Από το τζάμι είδαμε να κουτουλάνε την τσίγκινη λεκάνη. «Ήρθε το μουλάρι» φώναξε ο πατέρας. Σε λίγο, μέσα σε δύο λεπτά, όλη η οικογένεια ήταν στην σκάλα. Και είδαμε και δεν το πιστεύαμε. Είχε έρθει από την βουνοπλαγιά του Μαρτακιού, 4 ώρες μακριά περδουκλωμένο, με τα μπροστινά του πόδια δεμένα. Μας κοιτούσε με τα μεγάλα του καστανά μάτια και δεν το χορταίναμε. Ο πατέρας του χάιδευε την κοιλιά και το σώμα του, που ήταν δεμένο με σχοινί.. Προσπάθησε να το λύσει αλλά δεν τα κατάφερε. Από την βροχή και τον δρόμο είχε σφίξει, είχε γίνει όλο κόμπους. Πήρε το μαχαίρι και το έκοψε. Είδαμε τότε στα κότσια του δυο χαρακιές που είχανε γίνει βαθιά στο κρέας, σαν κοψιές μαχαιριού. «Όχι, δεν το ξαναδίνω. Το σακάτεψαν», φώναζε ο πατέρας, και τα μάτια του δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τα ματωμένα ποδάρια του μουλαριού. Ύστερα έβγαλε το σαμάρι, χάιδεψε το τρίχωμά του, ψάχνοντάς το, έβαλε την παλάμη στην ραχοκοκαλιά, στα καπούλια και έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του το όμορφο κεφάλι του ζώου, που μας κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του.
ΘΩΜΑ’Ι’Σ ΠΑΡΙΑΝΟΥ
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου