Ο πρώην πρωθυπουργού της Αλβανίας, απαντάει – σχολιάζει το άρθρο του πρέσβη Αλέξανδρου Μαλλιά «Η Ελλάδα και οιΑλβανοί γείτονές της».
Ο ανθρώπινος κ. Μάικος εξηγεί γιατί ονόμασε την κόρη του Αθηνά, ως πολιτικός θεωρεί λάθος την «Μακεδονοποίηση» της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος και ως φιλέλληνας προσδοκά την βελτίωση των ελληνοαλβανικών σχέσεων που όπως λέει τώρα βρίσκονται στο σημείο μηδέν.
Το άρθρο του κ. Μάικο που ακολουθεί, δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα «Μεταρρύθμιση».
«Ο εορτασμός των 100 χρόνων από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Αλβανίας, βρίσκει τις πολιτικές σχέσεις της Ελλάδας με την γείτονά μας σε ακινησία και, τολμώ να ισχυριστώ, αποτελμάτωση. Χαρακτηρίζονται από στατικότητα και έλλειψη θετικής ενέργειας. Οι πολιτικές επαφές μεταξύ των δύο χωρών, είναι περιορισμένες. Γίνονται συνήθως στο περιθώριο κάποιας διεθνούς συνάντησης. Ουδέποτε στο παρελθόν, με εξαίρεση το “πέτρινο” διάστημα των είκοσι μηνών, Ιουλίου 1993 - Μαρτίου 1995, είχαμε τέτοια έλλειψη επαφών, επισκέψεων, δομημένου διαλόγου και διμερών διαβουλεύσεων σε πολιτικό επίπεδο…»
Αυτή είναι η εισαγωγική διαπίστωση ενός δημοσιεύματος του Αλέξανδρου Μαλλιά, Έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον και εκ των επαγγελματιών διπλωματών των σχέσεων μεταξύ Αλβανίας και Ελλάδας. Ο κ. Μαλλιάς δημοσίευσε ένα αναλυτικό άρθρο για το τι μέλλει γενέσθαι στις σχέσεις αυτές, οι οποίες είναι από τις παλαιότερες στην περιοχή των Βαλκανίων. Το δημοσίευμα αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ», αλλά προσωπικά το διάβασα στον αλβανικό τύπο.
Είναι το πρώτο αποκλειστικό δημοσίευμά μου σε ελληνικό ΜΜΕ, ωστόσο θεωρώ ότι συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι να το πράξω, δεδομένων και των βαρυσήμαντων διακυβευμάτων που πρεσβεύει ο κ. Μαλλιάς. Ο λόγος του πρέπει να εκληφθεί ως κώδωνας προβληματισμού και να αξιολογηθεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί του παρόντος, οι αλβανοελληνικές σχέσεις βρίσκονται σε «νεκρό σημείο» και το μόνο που καταφέρνει το στάτους κβο της στασιμότητας, ή της αμοιβαίας τήρησης αποστάσεων, είναι να τις δυσχεραίνει περαιτέρω. Τι συμβαίνει λοιπόν μεταξύ της Ελλάδας και της Αλβανίας;
Στην Ελλάδα, προσωπικά, με γνωρίζουν ως τέως Πρωθυπουργό και Υπουργό Αμύνης. Θέλω να πιστεύω, ωστόσο, ότι με ενθυμούνται και για κάτι άλλο, πολύ πιο οικείο και ανθρώπινο: για το γεγονός ότι οι Έλληνες γιατροί διέσωσαν τη ζωή της νεογέννητης κόρης μου. Τώρα η κόρη μου είναι αισίως δεκατριών ετών και το βαπτιστικό της όνομα, ύστερα και από δική μου επιμονή, είναι το όνομα της γιαγιάς μου και συνάμα το όνομα της Θεάς της πόλης που της έσωσε τη ζωή: Αθηνά.
Το συμβάν που μόλις σας εξιστόρησα, ανάγεται σε εκείνες τις καθημερινές ιστορίες μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων, οι οποίες, χωρίς να θέλω να λαϊκίζω, αποτελούν την πραγματική βάση της αμφοτεροβαρούς φιλίας μεταξύ των δύο εθνών μας. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί, στις μεταξύ τους επαφές, τήρησαν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους συμπεριφοράς, με πολλά προσωπεία και με βαθμονομημένες δηλώσεις, οι οποίες αναντιρρήτως εκφέρονταν κατόπιν διπλού φιλτραρίσματος από τις αντίστοιχες διπλωματικές υπηρεσίες, ή ακόμη ήταν και παραφορτωμένες με υπερβολές που θα χαρακτήριζαν τις σχέσεις με κάποιο ασήμαντο κράτος.
Το δημοσίευμα του πρέσβη Μαλλιά αναδεικνύει μεγάλες αλήθειες, οι οποίες, ακόμη και ως ερωτήσεις, αποτελούν μέρος της σημερινής λογικής που διέπει τις αλβανοελληνικές σχέσεις. Κυρίαρχη θέση στην κατάταξη των σημερινών προβλημάτων, καταλαμβάνει η συμφωνία της
οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και των Θαλασσίων Ζωνών μεταξύ των δυο χωρών, την οποία απέρριψε (ομοφώνως) ως αντισυνταγματική το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αλβανίας. Η εντός της παρενθέσεως έκφραση, ενέχει ισχυρούς υπαινιγμούς, οι οποίοι δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεως, ειδικά για την ελληνική ευφυΐα.
Αφ’ ετέρου, η μη αναγνώριση του κράτους του Κοσσυφοπεδίου από την Ελλάδα, αποτελεί επί του παρόντος το πιο ισχυρό τεκμήριο για οιονδήποτε, στις περιοχές όπου διαβιούν Αλβανοί, επιθυμεί να εγείρει ερωτηματικά και να εκφράσει καχυποψίες για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική πολιτική χειρίζεται τις σχέσεις με τον αλβανικό παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή. Μπορούμε να συνεχίσουμε με τις θεωρίες της συνομωσίας, οι οποίες ανάγονται στη ίδρυση της Γιουγκοσλαβίας και στην περίφημη «συμμαχία Βελιγραδίου - Αθηνών», ισχυρισμοί επινοητικού, στην ουσία, χαρακτήρα. Εάν θα επιθυμούσατε την άποψή μου, θα έλεγα χωρίς περιστροφές ότι η ελληνική κωλυσιεργία στη λήψη αποφάσεων αναφορικά με την υπόθεση της αναγνώρισης του κράτους του Κοσσυφοπεδίου, συντέλεσε στο να καθίσταται η σερβική πολιτική όλο και πιο παρούσα και ελεγκτική στις σχέσεις της με τους Αλβανούς. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παραλείψουμε παράγοντες όπως η Κροατία, οι οποίοι επωφελούνται από το κενό που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας στην περιοχή. Δεν θα ήταν πρέπον να επισημάνω ότι η γερμανική αρωγή δεν θα ήταν ουδόλως φειδωλή προς τους Κροάτες στην παρούσα φάση. Πιστεύω ότι οι ψύχραιμοι Έλληνες αναλυτές, δεν θα τσιγκουνευτούν επισημάνσεις του τύπου «ο Παντελή έχει κάποιο δίκιο»… Συγχρόνως, η Τουρκία «επελαύνει» στην περιοχή και μάλιστα, και ως οικονομικός παράγοντας. Τα σχόλια περιττεύουν και επί του προκειμένου επιφυλάσσομαι να επανέλθω κάποια άλλη φορά.
Ο πρέσβης κ. Μαλλιάς, εκφράζει μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για στενότερες σχέσεις της Ελλάδας με τον αλβανικό παράγοντα της πΓΔ της Μακεδονίας. Φοβάμαι όμως ότι ακριβώς στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει να επιδείξουμε προσοχή. Στους Αλβανούς, όπως και στους Έλληνες άλλωστε, προκαλεί αποστροφή ο ρόλος του «χρησιμοποιούμενου».
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου έως το 1999, ο αλβανικός παράγοντας, δικαίως ή αδίκως, μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως δευτερεύων και περιφερειακής σημασίας, πάνω στον οποίο έπρεπε να ασκηθεί πίεση προκειμένου να χαλιναγωγηθεί και να τηρηθεί υπό έλεγχο, ή να υποκινηθούν φιλοδοξίες αμφιλεγόμενων και αδαών μέχρι τότε Αλβανών πολιτικών να αποτελέσουν σοβαρούς παίκτες. Οι καιροί άλλαξαν περισσότερο από ό,τι άλλαξαν οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολιτικοί της περιοχής. Το ερώτημα που τίθεται στο πλαίσιο αυτό, είναι: Αποτελούν τα Σκόπια σήμερα και σε προοπτική χιλιετίας, σοβαρό πρόβλημα για το μέλλον της Ελλάδας, ή είναι το ορεκτικό, το οποίο, εμείς οι βαλκάνιοι πολιτικοί αρεσκόμαστε να γευόμαστε σιωπηλά, καθώς μάλιστα… «το μίσος στηρίζει τον τοπικισμό και αφανίζει την αγάπη για το γείτονα»… Η διπλωματική μου απάντηση είναι: ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΩ! Αυτό που με βεβαιότητα όμως γνωρίζω είναι ότι εγώ, ο γιος μου, ο εγγονός μου, ο δισέγγονός μου και πολλοί Αλβανοί σήμερα και εις το διηνεκές, αδυνατούμε να πιστέψουμε ότι ένα κράτος δύο εθνοτήτων (binational) με πρωτεύουσα τα Σκόπια, θα συνιστούσε απειλή για την εθνική κυριαρχία της φίλης και γείτονος Ελλάδας. Δεν κάνω χρήση της λέξης «φίλη» ως «διπλωματικό» τρικ ή ως υπεκφυγή. Οι Έλληνες και οι πολιτικοί τους θα πρέπει να γνωρίζουν στο πλευρό τίνος θα σταθούν οι Αλβανοί σε περίπτωση μιας υποθετικής σύρραξης, εφάμιλλης μιας χολιγουντιανής φαντασίας. ΟΜΩΣ... συμφωνώ για την ύπαρξη τέτοιων σεναρίων συνομωσιολογίας. Μια συμμαχία άσκησης πίεσης είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ως αντίβαρο στο «μακεδονικό ζήτημα», θεωρώντας την πΓΔ της Μακεδονίας σαν θύμα. Μπορεί να πλασαριστεί στην Ελλάδα έτσι, ώστε να προκληθούν δυσάρεστες και περίπλοκες καταστάσεις, οι οποίες θα την εκτόπιζαν από τη σημερινή γεωπολιτική της θέση, περιθωριοποιώντας την και αποσπώντας την από το συμφυή της ρόλο στην περιοχή.
Και ενώ διατύπωνα τις σκέψεις του δημοσιεύματος αυτού, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαβάσω ένα άλλο δημοσίευμα (εισήγηση στη Βιέννη στις 15 Μαρτίου, σε συνάντηση που είχε διοργανώσει η Πρεσβεία της Μεγάλης Βρετανίας και η Διπλωματική Ακαδημία), όπου ο πρέσβης κ. Μαλλιάς εξέφρασε την άποψη ότι «το Κοσσυφοπέδιο είναι ο γείτονάς μας (δηλ. της Ελλάδας), ο πιο πρόσφατος γείτονας…» Τι είναι τούτο;! Ίσως εγώ έχω μια ασαφή αντίληψη περί του ποιος είναι «γείτονας». Γνωρίζω ότι μεταξύ της Ελλάδας και του Κοσσυφοπέδιο υφίσταται ένα κράτος με πρωτεύουσα τα Σκόπια, όπου λειτουργεί και ελληνική πρεσβεία και το οποίο είναι μέλος την Ηνωμένων Εθνών. Και δεν είμαι διόλου είρων! Ο εσωτερικός μου προβληματισμός - και ίσως όχι δημόσιος - είναι εάν αυτό συνιστά παρεξήγηση ή «αντίτιμο»;!
Οι υπαινιγμοί πρέπει να εκληφθούν σαν ένα σταυροδρόμι, όχι μόνο για την περιφερειακή πολιτική της Ελλάδας. Με τους Αλβανούς δεν πρέπει να μιλάς στη γλώσσα των Σειρήνων. Η ασάφεια είναι σημάδι της συλλογικής βαλκανικής μας αδυναμίας.
Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας αναδεικνύει ένα σημαντικό στοιχείο της αναφορικά με την εξωτερική της πολιτική έναντι της Αλβανίας. Η «μακεδονοποίηση» της ελληνικής διπλωματίας, την οποία προσωπικά θα χαρακτήριζα ως τεχνητή, για να συνιστά μια επιβεβαιωτική αξία της αποστολής της, δεν μπορεί να αποτελεί τη μονάδα μέτρησης στην προσέγγιση των αλβανοελληνικών σχέσεων. Στην περιοχή μας, με την υποκίνηση των «διπλωματικών κατηχήσεων», δημιουργούνται πρότυπα που οδηγούν στο πουθενά τα κράτη και τις μεταξύ τους σχέσεις και διευκολύνουν τρίτους παίκτες να αναπληρώσουν τα όποια κενά δημιουργούνται. Το σκηνικό, μιλάει από μόνο του. Η Σερβία εμποδίζει το Κοσσυφοπέδιο, η Ελλάδα εμποδίζει την πΓΔ της Μακεδονίας, η Ρουμανία εγείρει θέμα «δικαιωμάτων» για τους Βλάχους της Σερβίας, η
Ουγγαρία για τους δικούς της στη Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Η Βοσνία διαιρεμένη σε εθνικά συμφέροντα και… η Ιστορία μοιάζει σαν να ακολουθεί τροχιά οπισθοδρόμησης. Οι διπλωμάτες δεν πρέπει να αναζητούν στην Ιστορία τον «ερμηνευτή» των σημερινών προβλημάτων, αλλά να προνοούν έτσι, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Με λύπη μου θα επισημάνω ότι στις απόψεις του κυρίου Μαλλιά διαπίστωσα μια προσέγγιση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, που «μύριζε μακεδονοποίηση». Αυτό δεν μπορεί να είναι το μέλλον των σχέσεών μας. Αναμφίβολα υπάρχουν προκλήσεις, οι οποίες ανάγονται τόσο στις παρακαταθήκες, όσο και στις παρεμβατικές ή επεμβατικές συμπεριφορές «τρίτων», αλλά και στο ριζοσπαστικό λόγο διάφορων επιτήδειων, ένθεν κακείθεν, οι οποίοι καραδοκούν να εξαπατήσουν εκ νέου την Ιστορία και να προκαλέσουν εμπλοκή στις αλβανοελληνικές σχέσεις.
Αλβανοί και Έλληνες πρέπει να προετοιμαστούμε για νέες εταιρικές σχέσεις μεταξύ μας. Πρέπει να αρνηθούμε να βλέπουμε τις χώρες μας πολιορκημένες από «αλυσίδες» «αδιαπραγμάτευτων» και περίπλοκων καταστάσεων. Οφείλουμε να υπερβούμε εαυτούς και να υψωθούμε πάνω από τη ματαίωση της εποχής που διανύουμε. Χρειαζόμαστε ένα θετικό ταρακούνημα στο βωμό της κοινής τύχης που οι δυο λαοί μας μοιράστηκαν, χωρίς σύγχυση της πολιτικής και της διπλωματίας. Εκφράζω την προσδοκία ότι η ελληνική πολιτική, με την έντονη διαίσθηση που τη χαρακτηρίζει, θα κινηθεί στη σωστή κατεύθυνση έναντι του αλβανικού παράγοντα, σε μια μεταλλαγμένη «μεταγιουγκοσλαβική» περιοχή. Και εάν αυτό συμβεί, οι εκπλήξεις στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία, θα είναι ευχάριστες. Είτε το επιθυμούμε, είτε όχι, μάλλον χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον.
Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στο προσκήνιο της διεθνούς κοινής γνώμης με μια καλή και μια κακή είδηση. Η κακή είδηση είναι η οικονομική κρίση και τα τραύματά της. Ωστόσο, η καλή είδηση είναι ότι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, η Ελλάδα έχει ηγέτες που δεν δειλιάζουν να λάβουν αποφάσεις και το πράττουν χωρίς να αναλογίζονται το τρέχον κόστος, διότι σκοπεύουν να προσφέρουν στην πατρίδα τους ένα αξιοπρεπές αύριο.
Σκοπός του δημοσιεύματός μου αυτού δεν είναι να παραστήσω «τον δάσκαλο» ενώπιον του έθνους που γέννησε την πολιτική ως πολιτική και όχι ως δοκησισοφία. Είναι προβληματισμοί ενός Αλβανού, φίλου πολλών Ελλήνων, από τα κοντινά και ταυτόχρονα μακρινά Τίρανα, που δεν επιθυμεί, όπως ο πρέσβης κύριος Μαλλιάς, να κρούει τη θύρα των αλβανοελληνικών σχέσεων με το ρητορικό ερώτημα των Λατίνων "Quo vadis?". Οι χαλεποί καιροί, μας αλλάζουν. Εύχομαι αυτό να συμβεί και μεταξύ των δύο αρχαιότερων λαών της Βαλκανικής.
Ο Pandeli Majko, είναι βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος και πρώην πρωθυπουργός της Αλβανίας
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου