Γράφει ο ΝΙΚΟΣ Θ. ΥΦΑΝΤΗΣ
* Οι Ρουμάνοι και οι ρουμανίζοντες της Βορείου Ηπείρου και ευρύτερα της
Αλβανίας δεν λησμόνησαν την παλιά τέχνη του προσηλυτισμού και του εκρουμανισμού.
Εκμεταλλευόμενοι την ανέχεια των γηγενών Βλάχων, με δελεαστικές προτάσεις,
επιδιώκουν να τους προσεταιριστούν, αν και γνωρίζουν ότι οι Βλάχοι της Βορείου
Ηπείρου είναι αυτόχθονες και καμιά σχέση δεν έχουν με τη Ρουμανία.
Ο «Πρωινός Λόγος» (9 Αυγούστου 2012) φιλοξένησε πρωτοσέλιδο άρθρο του δόκιμου Βορειοηπειρώτη δημοσιογράφου Παναγιώτη Μπάρκα, καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου,
σχετικό με τις προσπάθειες που
καταβάλλουν οι Ρουμάνοι να βάλουν «πόδι» στη Βόρειο Ήπειρο και γενικότερα στην
Αλβανία με την ίδρυση νέου κόμματος, βλάχικων σχολείων, ραδιοτηλεοπτικών
εκπομπών και άλλων εκδηλώσεων.Ο «Πρωινός Λόγος» (9 Αυγούστου 2012) φιλοξένησε πρωτοσέλιδο άρθρο του δόκιμου Βορειοηπειρώτη δημοσιογράφου Παναγιώτη Μπάρκα, καθηγητή της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αργυροκάστρου,
Παρενθετικά να γράψω ότι χαίρομαι όταν διαβάζω κείμενα του Παναγιώτη Μπάρκα και για την εγκυρότητα των όσων επιλαμβάνεται και για την μητρική του, την ελληνική γλώσσα, την οποία χειρίζεται κατά τρόπο άριστο. Και αυτό γιατί, και ο Παναγ. Μπάρκας, έζησε σε ένα μισελληνικό καθεστώς, το οποίο απαγόρευε με ποινή φυλάκισης ακόμη και να μιλιέται από τους Έλληνες η μητρική τους γλώσσα.
Ο Παναγ. Μπάρκας, και άλλοι πολλοί, παρόλες τις απαγορεύσεις και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, καλλιέργησαν την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά γράμματα, παρέχοντας δείγματα υψηλής ελληνικής γλωσσικής και γραμματολογικής κατάρτισης. Βίωναν οι Έλληνες της Βορ. Ηπείρου βαθύ σκοτάδι, σ’ ένα στρατοκρατούμενο στρατόπεδο. Για να επιβιώσουν στην δικτατορική κόλαση και να διατηρήσουν αλώβητη την εθνική τους ταυτότητα, δεν είχαν άλλη επιλογή από την παθητική αντίσταση. Έτσι μπόρεσαν να κρατήσουν την φυλετική τους υπόσταση, να καλλιεργήσουν, αυτοδίδακτοι, την ελληνική τους γλώσσα και να γράφουν με άνεση στο μητρικό τους όργανο.
Μετά την παρένθεση να επανέλθουμε στο καίριο πρόβλημα των Βλάχων της Βορείου Ηπείρου, το οποίο πρέπει να προβληματίσει την Ελληνική Πολιτεία και να παρέμβει δραστικά, ώστε να σταματήσει η καταιγιστική ρουμανική προπαγάνδα στον Βορειοηπειρωτικό χώρο. Στα Ελληνικά Προξενεία Αργυροκάστρου και Κορυτσάς πέφτει το βάρος να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να δραστηριοποιηθούν για ένα θέμα που είναι κατεξοχήν εθνικό και εγκυμονεί κινδύνους εις βάρος των Ελλήνων βλάχων που ζουν στην Αλβανία.
Κατά τον αρθρογράφο ιδρύθηκε κόμμα με την ονομασία «Συμμαχία για Ευρωπαϊκή ισοτιμία και Δικαιοσύνη των Βλάχων», με παράρτημα στο βλάχικο χωριό «Αντώνη Πότση» κοντά στο Αργυρόκαστρο. Οι υπεύθυνοι του κόμματος δεν το κρύβουν ότι πίσω από την κίνηση αυτή είναι η Ρουμανία. Ακόμη οργανώθηκε στον τοπικό κρατικό τηλεοπτικό σταθμό Αργυροκάστρου και ειδική εκπομπή στα βλάχικα. «Το “τιμ” της εκπομπής, γράφει ο Παναγ. Μπάρκας, βρίσκεται ήδη στη Ρουμανία για να εξειδικευτεί, τόσο τεχνικά, όσο και γλωσσικά». Άλλοι σημαντικοί στόχοι του κόμματος είναι: η ίδρυση σχολείου βλάχικης γλώσσας στο χωριό «Αντώνη Πότση» και η θεία λειτουργία σε βλάχικες εκκλησίες να γίνεται στη βλάχικη γλώσσα. Οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους του κόμματος έχουν διπλή υπηκοότητα: Αλβανική και Ελληνική.
Το ανησυχητικό είναι ότι η στήριξη της ιδέας προσέγγισης των Βλάχων με τη Ρουμανία έχει την ανοχή της αλβανικής κοινής γνώμης και άλλων επιφανών Βλάχων. Ασφαλώς, όπως πολύ σωστά σχολιάζει ο αρθρογράφος, η εξέλιξη αυτή είναι συνέπεια της πολιτικής στάσης της ελληνικής οργάνωσης «Ομόνοια», η οποία δεν αγκάλιασε τους Ελληνοβλάχους και δεν τους θεώρησε ισότιμους Έλληνες.
Κατά καιρούς γράφαμε στον «Πρωινό Λόγο» ότι η διαφοροποίηση των Βλάχων ως ξεχωριστής πολιτιστικής οντότητας δεν προοιώνιζε τίποτε καλό.
Επομένως, ήταν σφάλμα η πολιτική της «Ομόνοιας» στο θέμα των Ελληνοβλάχων, γεγονός που είχε σαν συνέπεια την δημιουργηθείσα κατάσταση. Όμως, ποτέ δεν είναι αργά. Καιρός είναι τα στελέχη της ελληνικής μειονότητας να αναλάβουν δράση και να δημιουργήσουν τις αντιστάσεις εκείνες, ώστε να τεθεί φραγμός στις περαιτέρω ενέργειες του λεγόμενου βλάχικου κόμματος και να πάρει τέλος η ανθελληνική προσπάθεια ελάχιστων ρουμανιζόντων.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι Κουτσόβλαχοι της Ηπείρου (Κουτσιούκ Βλάχοι), όπως τους ονόμαζε η τουρκική διοίκηση, οι Καραγκούνηδες, όπως αποκαλούνται στην Ήπειρο, είναι γηγενείς Έλληνες, όπως υποστηρίζουν Έλληνες και ξένοι συγγραφείς: Ο Σούλτερ, Thunman, Robert Roster, Κεραμόπουλος, Κ. Κούμας, Ευλόγιος Κουρίλας, Π. Καρολίδης, Π. Αραβαντινός, Ιωακείμ Μαρτιριανός, Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, Μιχάλης Τρίτος και πολλοί άλλοι. Η πολιτική πλευρά του θέματος προκλήθηκε στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα από την ρουμανική προπαγάνδα, που ανακινήθηκε και από τη μεταπολεμική σοσιαλιστική Ρουμανία.
Τους Βλαχόφωνους Έλληνες θέλησαν να οικειοποιηθούν πλαστογραφώντας την ιστορία. Οι ίδιοι οι Βλάχοι ποτέ δεν είπαν ότι αποτελούν άλλη εθνότητα εκτός από την ελληνική, είτε ως υπόδουλοι, είτε ως κάτοικοι του ελεύθερου ελληνικού κράτους, είτε ως πολίτες του αλβανικού κράτους. Ποτέ δεν διεχώρισαν τους εαυτούς τους από τους Έλληνες.
Να μην λησμονούμε ότι κατά την Ελληνική Επανάσταση αυτοί οι Βλαχοποιμένες στάθηκαν τα καλύτερα παλικάρια του αγώνα. Ο πνευματικός φάρος των βλαχόφωνων της Μοσχόπολης κατά τον 17ο και 18ο αιώνα ήταν φάρος ελληνικός. Ελληνική Ακαδημία ίδρυσαν στη Μοσχόπολη και ελληνικό τυπογραφείο λειτούργησε. Αλλά και οι Μεγάλοι Ευεργέτες του Έθνους, οι Αβέρωφ, Σίνας, Στουρνάρας, Τοσίτσας, στην Ελλάδα και όχι στη Ρουμανία απόθεσαν τα πλούτη τους. Απ’ αυτούς τους βλαχόφωνους αναδείχτηκαν πρωθυπουργοί, όπως ο Ιωάννης Κωλέττης και ο Σπυρίδων Λάμπρος, καθηγητές πανεπιστημίων, υπουργοί, βουλευτές, επιστήμονες.
Ο Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, που αφιέρωσε τον εαυτό του στο βλαχισμό, με τεκμηριωμένες έρευνες, καταρρίπτει τη ρουμανική προπαγάνδα και τις απέλπιδες προσπάθειες των ρουμανιζόντων να παρουσιάσουν τους Βλάχους ως Ρουμάνους. Με αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύει ότι οι Βλάχοι του Βορειοηπειρωτικού χώρου είναι προσηλωμένοι στην Ελλάδα με θρησκευτικό και ελληνικό φρόνημα και ελληνική πνευματική δράση. «Οι Βλαχόφωνοι της Αλβανίας», γράφει ο Αχιλλέας Γ. Λαζάρου, «στην πλειονότητά τους αποστρέφονται τους Ρουμάνους και ακολουθώντας τη μακραίωνη παράδοση των προγόνων τους συμπεριφέρονται και δραστηριοποιούνται ως Έλληνες. Συντάσσονται με τους λοιπούς Έλληνες και κορυφώνονται στους όρους του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας της 17ης Μαΐου 1914 και του ιστορικού κειμένου της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου». (Ηπειρωτικόν Ημερολόγιον, 1994, σ. 457).
Οι ίδιοι με δήλωσή τους το 1992 διατρανώνουν ότι «επί πεντήκοντα έτη εδιώχθησαν για την ελληνικότητά τους και ζητούν τα δικαιώματά τους ως Έλληνες και Ορθόδοξοι Χριστιανοί». (Πρωινός Λόγος Ιωαννίνων, 12/13 Σεπτεμβρίου 1992).
Η πολύπαθη Κορυτσά, το μεγαλύτερο κέντρο των Βλάχων της Αλβανίας, στα βορειοδυτικά η ερειπωμένη Μοσχόπολη, πιο πάνω το Ελμπασάν, το Πόγραδετς, στα δυτικά η Αυλώνα και η Σελενίτσα, είναι μάρτυρες της ελληνικότητας των Βλάχων. Μεταξύ των Ελλήνων Βορειοηπειρωτών και των βλαχόφωνων Ελλήνων κανένας διαχωρισμός και καμία διάκριση δεν μπορεί να γίνει. Και οι βορειοηπειρώτες και οι βλάχοι, που ζουν διάσπαρτοι σε ολόκληρη την Αλβανία, είναι Έλληνες, με συνείδηση, φρόνημα και καταγωγή ελληνική και από κοινού αγωνίζονται για δικαίωση.
Πρωινός Λόγος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου